-
1 доложить
доложить 1-ложу, -ложишьρ.σ.μ. κ. αμ.1. αναφέρω, εκθέτω•доложить результаты αναφέρω τα αποτελέσματα (των παρατηρήσεων)•
доложить обстановку εκθέτω την κατάσταση•
2. ανακοινώνω, ειδοποιώ, αγγέλλω, αναγγέλλω.εκφρ.я тебе -жу – να σου πω (κάτι εκπληκτικό).βλ. доложить (2 σημ.).доложить 2-ложу, -ложишь ρ.σ.μ.1. βάζω, θέτω συμπληρωματικά, συμπληρώνω, επιπροσθέτω• απογεμίζω• συμπληρώνω ως.2. τελειώνω το βάλσιμο, την τοποθέτηση•доложить печь τελειώνω το χτίσιμο του φούρνου.